αποπωματίζω

αποπωματίζω
откупоривать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αποπωματίζω" в других словарях:

  • αποπωματίζω — ἀποπωματίζω (AM) αφαιρώ το πώμα, ξεβουλλώνω …   Dictionary of Greek

  • ἀποπωματίζεται — ἀποπωματίζω pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπωμάτιζε — ἀ̱ποπωμάτιζε , ἀποπωματίζω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀποπωματίζω pres imperat act 2nd sg ἀποπωματίζω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεβουλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. μτβ., αποπωματίζω, βγάζω το πώμα, το καπάκι: Ξεβούλωσε το μπουκάλι και βάλε στα ποτήρια κρασί. 2. μτβ. και αμτβ., αφαιρώ εμπόδιο από σωλήνα, αποφράζω και αποφράζομαι: Ήρθε ο τεχνίτης και ξεβούλωσε το νεροχύτη. – Ρίξαμε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»